Τα κεραμίδια στάζουν ακόμα…

0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΠΟΥΡΝΑΚΗ

Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
Η ελληνική οικογένεια στήριζε πάντα τη μόρφωση των παιδιών της. Μα με ιδρώτα, μα με αίμα, μα με κάθε λογής θυσίες και στερήσεις, αυτό που νόμιζαν ότι έπρεπε να κάνουν, το έκαναν. Ακόμα κι εκείνα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, πόσα πάμπτωχα παιδιά από πολυμελείς φαμίλιες, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, ξεκίνησαν από μια ισοπεδωμένη και καταστρεμμένη ύπαιθρο, μπήκαν στο πανεπιστήμιο και έγιναν λαμπροί επιστήμονες.

Αν η φαμίλια ήταν το ένα στήριγμα, ο δάσκαλος ήταν το άλλο. Ο κατατρεγμένος, αρκετές φορές κυνηγημένος από το καθεστώς, δάσκαλος. Πάμπτωχος, στριμωγμένος σ’ ένα καμαράκι στο υπόγειο του σχολικού κτιρίου, οδοιπόρος κι ξωμάχος της γνώσης, αφού μπορούσε να κάνει ακόμα και δυο και τρεις ώρες ποδαρόδρομο, μέχρι να φτάσει στο σχολείο.

Για να καταλάβετε ή για να θυμηθείτε τις αμέτρητες δυσκολίες αυτού που πολύ απλά λέω “ελληνική περιπέτεια της γνώσης”, θα σας αναφέρω την περίπτωση ενός δασκάλου, του Βασίλη Μπουρνάκη, τη μνήμη του οποίου τιμώ σε κάθε ευκαιρία που μου δίνεται.

Ο Μπουρνάκης ήταν διορισμένος σ’ ένα ορεινό χωριό που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στις πλαγιές του Πάρνωνα. Το χωριό αυτό λέγεται Σίταινα. Την ιστορία της σύντομης ζωής του την άκουσα εντελώς τυχαία τον Δεκέμβριο του 2003 στην Αθήνα. Σχεδόν ένα μήνα μετά, ξεκίνησα με το αυτοκίνητο να πάω να συναντήσω τους ανθρώπους του χωριού και να μου διηγηθούν μια ιστορία που έγινε σαράντα χρόνια πριν.

Η μέρα από την αυγή της ήταν μουντή και βροχερή. Λίγο μετά το Άστρος, καθώς αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στο βουνό, ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα. Αστραπές, βροντές, χαλασμός. Πολύ γρήγορα έχασα το δρόμο, ε δεν ήθελε και πολύ, δεν ήξερα πού πήγαινα. Τα δυο παιδιά μου, ήτανε πολύ μικρά τότε, είχαν λουφάξει από το φόβο τους στο πίσω κάθισμα, και η γυναίκα μου δίπλα μου, έγκυος εφτά μηνών στο τρίτο μας παιδί, με σφιγμένα τα δόντια.

Κάποια στιγμή, δεν άντεξε, γύρισε και μου είπε: “Σε ποιον να πω αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή και να με πιστέψει… Χαμένοι μέσα στην καταιγίδα, με δυο μικρά παιδιά και εγώ με την κοιλιά στο στόμα… Δε γίνονται αυτά…”.

Ακόμα και σήμερα, νομίζω πως ακούω τη φωνή της να μου το λέει. Είχε δίκιο. Δε γίνονται αυτά…

Ήτανε 5 του Δεκέμβρη του ’64. Είχε ξημερώσει του Αγίου Σάββα. Η μέρα ήταν και τότε βροχερή. Ο αέρας λυσσομανούσε και κατέβαζε ορμητικούς χειμάρρους από τις κορφές του Πάρνωνα. Τα παιδιά του δημοτικού σχολείου της Σίταινας είχανε μαζευτεί γύρω από τη ξυλόσομπα. Τα κεραμίδια της σκεπής είχανε παραμεριστεί από τον αέρα και το βρόχινο νερό έμπαινε μέσα στην τάξη. Ο δάσκαλος κοιτούσε συνεχώς το ταβάνι. Η κατάσταση ολοένα χειροτέρευε. Η αίθουσα είχε σχεδόν πλημμυρίσει από το νερό. Τότε, χωρίς άλλη σκέψη, αποφάσισε ν’ ανέβει στη στέγη και να ισιάσει τα κεραμίδια που είχαν ξεφύγει απ’ τη σειρά της.

Λίγα λεπτά αργότερα, οι μαθητές άκουσαν ένα βαρύ γδούπο στην ανατολική πλευρά του προαυλίου. Όταν βγήκαν έξω για να δουν τι συνέβη, είδαν το δάσκαλό τους πεσμένο στο χώμα. Ο δυνατός αέρας και η γλιστερή σκεπή έγιναν αιτία κι αφορμή να χάσει ο δάσκαλός τους την ισορροπία και να πέσει από ψηλά.

Ο Βασίλης Μπουρνάκης έζησε μέχρι το ξημέρωμα της επομένης. Οι ίδιοι οι μαθητές του τού έκλεισαν τα μάτια και οι ίδιοι πάλι έδεσαν το άψυχο σώμα του πάνω σ’ ένα γαϊδούρι που το μετέφερε μέχρι το Άστρος, όπου και ενταφιάστηκε.

Για την ιστορία να σας πω ότι τελικώς φτάσαμε στη Σίταινα. Όταν μάλιστα κατέβηκα για να φωτογραφήσω το σχολείο, η καταιγίδα είχε πια κοπάσει. Όσο εγώ παρατηρούσα τη στέγη, η υπόλοιπη φαμίλια έκοβε κάτι ξεχασμένα πορτοκάλια στις διάσπαρτες πορτοκαλιές της Σίταινας.

Αιτία κι αφορμή για να γράψω ετούτο κείμενο, είναι μια κουβέντα που είχα απόψε με την κόρη μου, που πάει πια δευτέρα λυκείου. Μου εξήγησε όσο πιο απλά μπορούσε, πως στο σχολείο δεν κάνουν επαγγελματικό προσανατολισμό. Έκανε κάποιες λίγες ώρες πέρυσι, με έναν καθηγητή που δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις –αφού για να διδάξει κάποιος ΣΕΠ αρκούν κάποιες λίγες πρόσθετες ώρες σεμιναριακής κατάρτισης- κι αυτό ήταν!

Αν δεν κάνει επαγγελματικό προσανατολισμό ένας μαθητής που φοιτά στη δευτέρα λυκείου, πότε θα κάνει; Βρίσκεται στην πιο κρίσιμη ηλικία, μπερδεμένος και συγχυσμένος από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του και συν τοις άλλοις καλείται να πάρει και κρίσιμες αποφάσεις για τη μετέπειτα ζωή του.

Η κόρη μου, που γενικώς έχει μάθει να μάχεται και να διεκδικεί, πήγε και βρήκε τη διευθύντρια και ζήτησε να μάθει για ποιο λόγο δε διδάσκεται ΣΕΠ. Η διευθύντρια τώρα άρχισε να βρίσκει διάφορες δικαιολογίες και προφάσεις: ότι δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι καθηγητές, ότι κι αν ακόμα υπήρχαν, θα έπρεπε να γινόταν το μάθημα του ΣΕΠ το απόγευμα –επειδή λόγω καταλήψεων δεν μπορούσαν να χαθούν άλλες σχολικές ώρες, λες και ο ΣΕΠ είναι χάσιμο χρόνου- και ότι ποιος καθηγητής θα δεχόταν να διδάξει το απόγευμα και άλλα τέτοια. Στο τέλος την παρέπεμψε στο γραφείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου εκεί κάπου υπάρχει κάποιος συνάδελφός της που δίνει κάποτε συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού σε όποιον μαθητή θέλει.

Ανόητες προφάσεις, ανόητων, βαρετών και απελπισμένων ανθρώπων, που δεν έχουν απολύτως κανένα σημείο επαφής και τομής με τις αγωνίες και τις ελπίδες των σημερινών εφήβων, που όπου κι αν αναζητήσουν στηρίγματα, δε βρίσκουν πουθενά.

Η ελληνική φαμίλια, καταπλακωμένη από τα βάρη και τις οικονομικές υποχρεώσεις της, αδυνατεί να στηρίξει τη μόρφωση των παιδιών της. Θα μου πείτε, ότι η φαμίλια του πενήντα, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, το έκανε. Ναι, αλλά η σημερινή φαμίλια, δεν έχει ούτε μοίρα, ούτε ήλιο. Πολύ απλά, της στέρησαν τον ήλιο, δηλαδή την ελπίδα.

Από την άλλη, το ίδιο το ελληνικό σχολείο αδυνατεί να στηρίξει τη μόρφωση των παιδιών του. Ανόητοι και, κυρίως, ανίκανοι, υπουργοί παιδείας, χωρίς κανένα απολύτως όραμα και κανένα ρεαλιστικό στόχο, δημιούργησαν συμπλεγματικά εκπαιδευτικά συστήματα, που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι, όταν είδαν την πόρτα της εξόδου του υπουργείου τους.

“Και οι δάσκαλοι;”, θα μου πείτε. Εντάξει, κατανοώ πως είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο, να βρεις σήμερα δάσκαλο σαν τον Βασίλη Μπουρνάκη, που να θυσιάζει τη ζωή του, όχι για να μεταφέρει στους μαθητές του άχρηστες και περιττές γνώσεις, αλλά για να τους κάνει τη ζωή τους λίγο καλύτερη.

Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, τα κεραμίδια συνεχίζουν να στάζουν. Δε βλέπω όμως κανέναν να σηκώνεται και να κάνει κάτι…

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ