Νεολαία, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πολιτική σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων

0

 

Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης

Ειναι γεγονός ότι η ανάδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) ή αλλιώς social media, σε συνδυασμό με τις πολλαπλές και αλλεπάλληλες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις των τελευταίων ετών, έχει άμεση επίδραση στην καθημερινότητα των νέων ανθρώπων. Το παρόν κείμενο θα ασχοληθεί με το ρόλο των ψηφιακών μέσων στις σχέσεις νεολαίας και πολιτικής, καθώς και με τις επιπτώσεις αυτών των μέσων στη διαμόρφωση των νεανικών ταυτοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, δίνεται έμφαση στην ανάγκη αναγνώρισης των σύνθετων και ποικίλων τρόπων με τους οποίους οι νέοι και οι νέες άλλοτε επιλέγουν να συμμετάσχουν ενεργά στην πολιτική και άλλοτε να αποστασιοποιηθούν από αυτή, σε μια εποχή που οι μεταβάσεις τους στην ενηλικίωση χαρακτηρίζονται από ένα ολοένα διογκούμενο αίσθημα αβεβαιότητας.

Όσον αφορά τη σχέση της νεολαίας με τις νέες τεχνολογίες, δεν είναι λίγες οι φορές που οι συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα και ιδιαίτερα στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζονται από κάποιου είδους «ηθικό πανικό». Τέτοιες τοποθετήσεις προκύπτουν συνήθως από όσες και όσους επικεντρώνονται υπέρμετρα στους ενδεχόμενους κινδύνους που ενέχει η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τη νεολαία, στους τρόπους ζωής των νέων και στις καταναλωτικές τους πρακτικές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαδίδονται αναπαραστάσεις των νέων ως υποκειμένων που τείνουν να λαμβάνουν ασύμμετρα ρίσκα και χαρακτηρίζονται από αποκλίνουσες συμπεριφορές. Από μια διαφορετική σκοπιά, η σχέση τους αυτή μπορεί να εξυμνείται στο πλαίσιο συζητήσεων για τις απολαύσεις του ηδονιστικού καταναλωτισμού ή για τη συμβολή των ψηφιακών μέσων στην καινοτομία και στη δημιουργικότητα των νέων ή στις προσπάθειές τους για τη δημιουργία μιας νεοφυούς επιχείρησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι με παρόμοιο τρόπο συναντάμε τοποθετήσεις στον δημόσιο διάλογο αναφορικά με τις σχέσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των νέων και της πολιτικής.ε

Στο πλαίσιο της προσπάθειας κατανόησης των τρόπων συσχέτισης των νέων με την πολιτική είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αλληλεπίδρασή τους με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά διαμεσολαβημένη από κοινωνικοοικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Από τη μία πλευρά, οι νέοι και οι νέες μπορεί να χρησιμοποιούν τα ΜΚΔ με στόχο την επίτευξη των συλλογικών τους διεκδικήσεων, την πολιτική διαμαρτυρία, την ενασχόλησή τους με τα κοινωνικά κινήματα κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε ότι σε ίδιες ή σε άλλες ψηφιακές πλατφόρμες αναζητούν μια λιγότερο πολιτικοποιημένη διέξοδο από τις ατομικές και κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Ως εκ τούτου, η πολυπλοκότητα του ζητήματος εγείρει ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι νέοι άνθρωποι επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν τα ΜΚΔ σε μια περίοδο κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών, καθώς και με τις επιπτώσεις που αυτό μπορεί να έχει στη σχέση τους με την πολιτική επικοινωνία από την πλευρά των κομμάτων.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως διέξοδος των νέων από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα την περίοδο της κρίσης

Η πολυπλοκότητα της ανάλυσης της σχέσης των νέων με την πολιτική στον ψηφιακό κόσμο εντείνεται λόγω της αύξουσας εμφάνισης ψηφιακών συσκευών, διάφορων πλατφόρμων κοινωνικής δικτύωσης και εργαλείων πολιτικού μάρκετινγκ. Η ψηφιακή τεχνολογία και οι ίδιες οι πλατφόρμες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τους τρόπους συσχέτισης των νέων με την πολιτική. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μόνο μέσα από μια μονοδιάστατη προσέγγιση από τη σκοπιά του τεχνολογικού ντετερμινισμού, που θέτει την ίδια τη δομή της κάθε πλατφόρμας ως βασικό μοχλό επίδρασης στα υποκείμενα, αλλά και από τους τρόπους με τους οποίους οι νέοι και οι νέες μοιράζονται πληροφορίες, επικοινωνούν και διαμορφώνουν τις σχέσεις τους, τόσο μέσα στα όρια του ψηφιακού χώρου όσο και εκτός αυτού.

Είναι καθοριστικής σημασίας να λάβουμε υπόψη ότι οι εμπειρίες των νέων, όπως διαμορφώνονται μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, δεν οδηγούν a priori σε μια πολιτική ενεργοποίηση και δράση. Έτσι, με την προϋπόθεση ότι ορίζουμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μηχανισμούς που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων των νέων, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι τα ίδια τα μέσα τα οποία παρέχουν στα υποκείμενά τους πόρους για να επιβιώσουν μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της κοινωνίας της διακινδύνευσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη μέγιστη προσοχή μας, τη στιγμή που οι πολιτικοί πόροι που δυνητικά θα μπορούσαν να παρέχουν μια ουσιαστική διέξοδο είναι περιορισμένοι.

Αυτό το μέρος του κειμένου εστιάζει σε εκείνες τις πτυχές της σχέσης των νέων με την πολιτική που διέπονται από μια λιγότερο «ρομαντική» προσέγγιση περί πολιτικής ενεργοποίησης, συμμετοχής και ριζοσπαστικοποίησής τους. Είναι η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης λογικής που εντείνει τις πιέσεις και καθιστά τους νέους μοναδικούς υπευθύνους για την εξεύρεση ατομικών λύσεων στην προσπάθεια διαχείρισης του βάρους των πολλαπλών κρίσεων που πέφτει στους δικούς τους ώμους. Η αποφυγή της εμπλοκής με πολιτικά ζητήματα μέσω των social media ενδέχεται να σχετίζεται λιγότερο με αδιαφορία και παθητικότητα. Είναι πολύ πιθανό να αντικατοπτρίζει μια γενικευμένη αίσθηση ματαιότητας και απογοήτευσης που προκύπτει από την εμπειρία της κρίσης, την ίδια την πολιτική και το πολιτικό σύστημα.

Τόσο οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 –σε συνδυασμό και με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά– όσο και η έναρξη το 2019 ενός νέου κύκλου οικονομικής και υγειονομικής κρίσης (πανδημία Covid-19) συνιστούν ένα ευρύτερο πλαίσιο επαναπροσδιορισμού της σημασίας της «κανονικότητας». Αυτές οι νέες συνθήκες έχουν αναμφίβολα άμεσες επιπτώσεις στις εμπειρίες της νεολαίας, κάτι το οποίο αναδείχθηκε στο πλαίσιο ερευνητικού έργου το οποίο υλοποιήθηκε από το 2016 μέχρι το 2020 μέσω μιας ποιοτικής συγκριτικής μελέτης μεταξύ Ελλάδας (Αττική) και Ηνωμένου Βασιλείου (Βορειοδυτική Αγγλία). Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα πεδίου στην Ελλάδα έδειξε ότι οι νέες συνθήκες διαμορφώνουν για τη νεολαία μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (πρεκαριάτο), τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τις μειωμένες αποδοχές, τις ελάχιστες προοπτικές για ιδιόκτητη στέγαση και ένα έντονο άγχος για το μέλλον. Ως εκ τούτου, οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα γενικευμένο κλίμα επισφάλειας, που επιτάσσει όλο και μεγαλύτερη ευελιξία.

Έτσι, οι νέοι άνθρωποι καλούνται να διαμορφώσουν τις ταυτότητές τους και να σχεδιάσουν το μέλλον τους σε εποχές που οι παλιές σταθερές δεν είναι πλέον εφικτές. Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι υπάρχει ανάγκη να δημιουργήσουν τις δικές τους κατάλληλες συνθήκες για να βιώσουν μια κάποια αίσθηση σταθερότητας. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο ψηφιακός κόσμος μέσα σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική πραγματικότητα περισσότερο αποδεκτή, η οποία «διαφεύγει» των οικονομικών περιορισμών που έχει διαμορφώσει το πλαίσιο της κρίσης. Ουσιαστικά, πρόκειται για την παραγωγή και κατανάλωση ενός ψηφιακού χώρου που, εκ πρώτης τουλάχιστον όψης, δεν περιορίζει τις επιλογές των νέων, αλλά διαμορφώνει ένα πεδίο επικοινωνίας, έκφρασης και διαμόρφωσης ταυτοτήτων.

Αυτό το ζήτημα εξαρτάται και από την επιλογή και χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τη νεολαία. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, το οποίο αναλύθηκε διεξοδικά στην παραπάνω ποιοτική έρευνα μέσω πολυμεθοδολογικής προσέγγισης, είναι το Instagram. Στη συγκεκριμένη πλατφόρμα η απουσία στοιχείων της οικονομικής κρίσης και η αποφυγή παραγωγής και κατανάλωσης σχετικών δημοσιεύσεων αναδεικνύονται ως βασικές παράμετροι για την ανάκτηση από τους νέους ανθρώπους κάποιου βαθμού αίσθησης του ελέγχου και του «ανήκειν» που έχουν απολέσει. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αυτή η προσπάθεια για εξεύρεση ικανοποιήσεων ή απολαύσεων γίνεται στη βάση ενός ακραίου, ενίοτε, ανταγωνισμού για προσοχή και αποδοχή.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ψηφιακοί χώροι κινητοποίησης, συμμετοχής και πολιτικής δράσης

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν αποτελούν μόνο έναν τρόπο αποφυγής των συνθηκών επισφάλειας που κυριαρχούν μέσα στο ευρύτερο κλίμα των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Όπως θα δούμε παρακάτω, μπορούν να λειτουργήσουν ως ένας τρόπος ενεργητικής συμμετοχής της νεολαίας στην πολιτική και στα κοινά μέσω της ανάπτυξης διαδικτυακών κινημάτων για τα κοινωνικά ζητήματα. Τέτοια θέματα τα οποία φαίνεται να κινητοποιούν τους νέους και τις νέες στις σημερινές συνθήκες μπορεί να είναι οι διεκδικήσεις για καλύτερες εργασιακές συνθήκες ή οι ακτιβιστικές δράσεις σχετικά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, την κλιματική κρίση, την έμφυλη και την αστυνομική βία.

Η ανάγκη των νέων ανθρώπων για καταπολέμηση των ανισοτήτων, οι διεκδικήσεις για ίσα δικαιώματα και ο περιορισμένος χώρος έκφρασης στα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης αναδεικνύουν τον ψηφιακό χώρο σε ένα πεδίο έκφρασης κριτικής στις κυρίαρχες πολιτικές. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή των νέων στον ψηφιακό κόσμο μπορεί να συμβάλει στην υποστήριξη όσων βρίσκονται στο περιθώριο ή σε διαφορετικές θέσεις ευαλωτότητας. Επίσης, η διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στα κυρίαρχα ΜΜΕ μπορεί να οδηγήσει μέσω των social media σε μια ενεργοποίηση και πολιτικοποίηση των νέων οι οποίες να σχετίζονται τόσο με τα προσωπικά τους βιώματα όσο και με τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Έτσι, η αίσθηση πρόσβασης σε πληροφορίες που υπόκεινται σε μικρότερη λογοκρισία ωθεί τους νέους και τις νέες είτε να αναζητούν πληροφορίες είτε να λειτουργούν οι ίδιοι και οι ίδιες ως «πηγή πληροφοριών» στα ψηφιακά μέσα.

Φυσικά υπάρχουν πάντα επιφυλάξεις σχετικά με την αξιοπιστία των πηγών στα social media, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία όπου οι «παραποιημένες ειδήσεις» (fake news) αποτελούν καίριο θέμα συζήτησης στον δημόσιο διάλογο σχετικά με το βαθμό εμπιστοσύνης στα νέα μέσα. Η συνεχής πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει επιφέρει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται οι διάφορες μορφές διαμαρτυρίας, όπως, για παράδειγμα, αλλαγές στις πολιτικές κινητοποιήσεις, στη διεξαγωγή των πολιτικών συζητήσεων, καθώς και στο συντονισμό των διαμαρτυριών. Αξίζει να επισημανθεί ότι, για αρκετούς νέους ανθρώπους που εμπλέκονται σε ακτιβιστικές δράσεις, τίθενται αρκετά ζητήματα ιδιωτικότητας και επιτήρησης όσον αφορά τις εμπορικές διαδικτυακές πλατφόρμες. Οι νέοι που ενεργοποιούνται σε πολιτικό επίπεδο και συμμετέχουν με διάφορους τρόπους στα κοινά επιλέγουν είτε να τοποθετηθούν τελείως ανοιχτά για πολιτικά ζητήματα, χωρίς να χρησιμοποιούν κάποιο ψευδώνυμο, είτε να εμπλακούν σε συζητήσεις μόνο σε κλειστές ομάδες στα κοινωνικά δίκτυα και ανάμεσα σε «φίλους».

Η σημασία της μελέτης της πολιτικής συμπεριφοράς των νέων ανθρώπων μέσω της χρήσης διαφορετικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναδεικνύεται έντονα αν αναλογιστούμε ότι τα νέα ψηφιακά μέσα επιδρούν στις διάφορες μορφές πολιτικής συμμετοχής με πολλαπλούς, αλλά όχι αναγκαστικά αλληλοαποκλειόμενους, τρόπους. Για παράδειγμα, όπως έχει αναλυθεί και αναδειχθεί σε θεωρητικό επίπεδο, το Facebook είναι περισσότερο αποδοτικό στη διάχυση πληροφορίας και στην προώθηση μεγάλης κλίμακας δράσεων (π.χ. απεργιακές κινητοποιήσεις, συγκεντρώσεις κ.ά.) που απαιτούν αρκετούς πόρους (χρόνο και χρήμα). Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως εξαιτίας των ισχυρών κοινωνικών δεσμών και επιρροών που χαρακτηρίζουν τις «συνδεδεμένες ομάδες» («φίλοι») στη συγκεκριμένη πλατφόρμα. Συνήθως πρόκειται για μια λιγότερο απρόσωπη επικοινωνία, που γίνεται ανάμεσα σε δίκτυα ανθρώπων με περισσότερους κοινωνικούς δεσμούς.

Από  την άλλη, το Twitter εκφράζει περισσότερο δικτυώσεις ανθρώπων που δεν έχουν αναπτύξει τόσο ισχυρούς κοινωνικούς και προσωπικούς δεσμούς. Πρόκειται για άτομα και κοινωνικές ομάδες που συμμετέχουν σε ένα ευρύ και ανοιχτό δίκτυο. Πιο συγκεκριμένα, το Twitter φαίνεται να διευκολύνει την αναπαραγωγή πληροφοριών, γεγονότων και ειδήσεων σε άμεσο χρόνο, τις ανοιχτές τοποθετήσεις των χρηστών του δικτύου και τη συμμετοχή σε ψηφιακές ακτιβιστικές δράσεις και διαμαρτυρίες με συγκεκριμένα hashtags (π.χ. #MeToo, #cancelefood). Συνοψίζοντας άλλες έρευνες, το Twitter είναι κυρίως ένα μέσο το οποίο μπορεί να εξυπηρετήσει και να διευκολύνει τις ανοιχτές συζητήσεις μεταξύ ακτιβιστών, συνδικαλιστικών οργανώσεων και του ευρύτερου κοινού. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει να ακουστεί η φωνή κοινωνικών ομάδων και κινημάτων που είτε αναπτύσσονται παράλληλα σε άλλες ψηφιακές πλατφόρμες είτε είναι περισσότερο ορατές στο μη ψηφιακό τοπίο.  Έτσι, στο βαθμό που η δομή και το περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαφέρουν, διαφοροποιούνται και οι τρόποι με τους οποίους η νεολαία συμμετέχει στην ψηφιακή κοινωνία.

Συμπεράσματα

Το παρόν κείμενο είχε ως σημείο εκκίνησης την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ νεολαίας και μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τη σχέση τους με την πολιτική. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης δείχνουν, πολύ περιληπτικά, ότι δεν υπάρχει ένας προκαθορισμένος και μοναδικός τρόπος με τον οποίο η νεολαία χρησιμοποιεί τα ΜΚΔ για να αντιμετωπίσει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Αντίθετα, οι νέοι και οι νέες επιλέγουν με πολυεπίπεδο τρόπο να αλληλεπιδρούν με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάτι το οποίο εντείνεται και καλλιεργείται επίσης από το κατακερματισμένο τοπίο των διάφορων ψηφιακών πλατφόρμων που υπάρχουν. Ουσιαστικά όμως, το καίριο ζήτημα που πρέπει να αναδειχθεί είναι ότι η νεολαία επιλέγει τόσο να παράγει όσο και να καταναλώνει στα social media με τους δικούς της όρους.

Τα ΜΚΔ μπορεί να προσφέρουν δυνητικά περισσότερες επιλογές και δυνατότητες για αλληλεπίδραση των νέων με την πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι όλοι/ες οι νέοι/ες είναι πρόθυμοι/ες να εμπλακούν ενεργά σε συζητήσεις και τοποθετήσεις για τα πολιτικά ζητήματα. Η νεολαία μπορεί να διατηρεί «προφίλ» σε πολλές και διαφορετικές πλατφόρμες ταυτόχρονα, εξυπηρετώντας διαφορετικές επικοινωνιακές ανάγκες μέσα από μια πολυεπίπεδη ενασχόληση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στη σημερινή κοινωνικοοικονομική και πολιτική συγκυρία οι νέοι άνθρωποι τοποθετούνται στο ψηφιακό πεδίο ως συν-διαμορφωτές και συν-δημιουργοί του και όχι ως παθητικοί ψηφιακοί επισκέπτες-καταναλωτές επικοινωνιακών μηνυμάτων. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, αυτό είναι ένα στοιχείο που θα ήταν καλό να το λάβουν υπόψη τους εκείνοι/ες οι οποίοι/ες διαμορφώνουν στρατηγικές πολιτικής επικοινωνίας. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε προσπάθεια για πολιτική επικοινωνία των κομμάτων, της ηγεσίας και των στελεχών τους θα πρέπει να γίνεται με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, περισσότερο προσαρμοσμένη στους όρους των νέων ανθρώπων και όχι αποσπασματικά.
Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να γίνει περισσότερο κατανοητή στο πλαίσιο της ψηφιακής πολιτικής επικοινωνίας αν επεκτείνουμε και παραφράσουμε αυτό που η S. Pickard αναφέρει για τη δραστηριοποίηση της νεολαίας ως «κάνοντας μόνοι/ες μας πολιτική» (do-it-ourselves politics). Κατά μία έννοια, αναφέρεται στην άσκηση συμμετοχικής πολιτικής από την ίδια τη νεολαία, χωρίς την εμπλοκή επαγγελματιών και ειδικών, ως απάντηση στην ανεπάρκεια των κεντρικών πολιτικών να δώσουν ικανοποιητικές λύσεις στα καθημερινά της προβλήματα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτό μεταφέρεται μέσω των social media και στην πολιτική επικοινωνία. Οι νέοι και οι νέες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να εμπλακούν με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα με τους δικούς τους τρόπους και «παίρνοντας την πολιτική επικοινωνία στα χέρια τους» (do-it-ourselves political communication).

* Ο Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης είναι  Δρ. Κοινωνιολογίας στο Manchester Metropolitan University και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πατρών – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό 4ο Δελτίο Πολιτικής Συγκυρίας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Nεολαία & πολιτική στην Ελλάδα σήμερα»

/tvxs.gr/

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ